- ὑπερνέμομαι
- ὑπερνέμομαι,A range the hills above,
Λιβύης ἄκραν Philostr.VA5.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Λιβύης ἄκραν Philostr.VA5.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερνέμομαι — Α βόσκω πάνω σε μια περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + νέμομαι «βόσκω»] … Dictionary of Greek